«Πού να σου τα λέω, παππού! Χαμός γίνεται στην πλατεία! Ένα περιστέρι κρεμόταν ανάποδα από τη μαρκίζα ενός μαγαζιού και φτεροκοπούσε απεγνωσμένα το καημένο! Δεν μπόρεσα να καταλάβω ακριβώς τι του συνέβαινε, αλλά μάλλον το πόδι του έχει πιαστεί σε ένα σχοινί…»
«Αλήθεια, μικρή; Και τι έγινε;»
«Ο κόσμος είχε μαζευτεί από κάτω και πάσχιζε να σκεφτεί τρόπους να το ελευθερώσει. Ένας έφερε μια μεγάλη σκάλα που τελικά αποδείχτηκε κοντή, ένας άλλος προσπαθούσε να βρει τρόπο να σκαρφαλώσει… άσε μεγάλη αναστάτωση, σου λέω!»
«Και τελικά; Τι απέγινε τελικά; Το παράτησαν και έφυγαν;»
«Όχι, παππού! Όχι! Κάλεσαν την πυροσβεστική! Το πιστεύεις; Για ένα περιστέρι κάλεσαν κοτζάμ πυροσβεστική!»
«Μάλιστα, την εφημερίδα που σου παρήγγειλα, μικρή μου, την έφερες ή την ξέχασες χαζεύοντας τη διάσωση;”
«Την έφερα, μωρέ παππού, αλλά τι να την κάνεις; Δεν λέει και τίποτα καλό. Σου τα ‘πα τα νέα έτσι κι αλλιώς πριν πάω. Μανάδες σκοτώνουν τα παιδιά τους, άλλοι τα κακομεταχειρίζονται, ο κόσμος γενικώς πάει από το κακό στο χειρότερο…»
«Το ξέρω! Διάβασα και εγώ τα πρωτοσέλιδα νωρίτερα που κατέβηκα στην πλατεία. Δίκιο έχεις, κορίτσι μου! Από το κακό στο χειρότερο και μετά είδα και το πουλί να κρέμεται από τη μαρκίζα, άστα, μαύρισε η καρδιά μου…»
«Το σώσανε όμως, παππού! Έπρεπε να δεις τον πυροσβέστη πώς σκαρφάλωσε, πώς το έπιασε προσεχτικά και μια γιαγιά από κάτω του γλυκομιλούσε λες και το πουλί την άκουγε ή μπορούσε να την καταλάβει… Μα για στάσου, κατέβηκες και εσύ στην πλατεία; Και τότε γιατί δεν πήρες μόνος σου την εφημερίδα;»
«Και ποιος σου είπε πως ήθελα μια εφημερίδα που γράφει άσχημα νέα, μικρή; Εγώ ήθελα τα νέα τα δικά σου…. Νέα αληθινά, όμορφα, δυνατά που γράφονται από τους αληθινούς, τους όμορφους και τους δυνατούς. Από αυτούς που στέκονται κάτω από τις μαρκίζες των μαγαζιών και σώζουν ασήμαντα, παγιδευμένα πουλιά…»